Νόμπερ

Όσιν Φέιγκαν

Νόμπερ

https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1324/image_1920?unique=1e39f43
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

16,98 € 16.98 EUR 18,87 €

18,87 €

Not Available For Sale

Αυτός ο συνδυασμός δεν υπάρχει.

«Ο Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ, που ό,τι βλέπει το θέλει δικό του και που εσείς θα τον αποκαλείτε Σερ, και η τριμελής ακολουθία του, διασχίζουν μια κοιλάδα με ρυθμό κουρασμένο, που όμως οι άνδρες του, κι αυτός μαζί, έχουν συμφωνήσει σιωπηρά να τον κάνουν να φαίνεται απλώς χαλαρός. Πίσω του, ο Χάρολντ Τίτε κουβαλάει τα συμπράγκαλα του αφέντη του σ’ έναν καφετή σάκο στην πλάτη του. Έχει γείρει κι έχει στραβώσει ολόκληρος από το βάρος του σάκου που —έτσι το νιώθει— είναι ασήκωτος από τις αμαρτίες που τον έχουν φορτώσει. Μία είναι δηλαδή η αμαρτία, η πιο παλιά απ’ όλες, η ιδιοκτησία, και ο ντε Φλουνκλ αποκόμισε μπόλικη, υποβοηθούμενος από τους υπηρέτες του και την ευνοϊκή συγκυρία της βαθιάς αρρώστιας. Είναι τρεις μέρες τώρα που έχουν βγει στο δρόμο. Χτες ήταν στο Τριμ. Τώρα πηγαίνουν προς το Νόμπερ».    


Στο Νόμπερ έχει πέσει πανούκλα. Τους κατοίκους τούς έχουν κλείσει στα σπίτια τους, να πεθάνουν, μόνοι, για το καλό τους. Το τέλος των ημερών είναι εδώ. Όμως ο Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ ονειρεύεται τους ερχόμενους αιώνες να ψάλλουν το όνομά του. Το Νόμπερ δεν είναι η κόλαση: είναι ο θάνατος σαν θέατρο και σαν κωμωδία.

«Μια αλλόκοτη μεσαιωνική περιπέτεια που ανήκει σ’ ένα δικό της είδος.  Ένας δεξιοτέχνης αφηγητής με σπάνιο γλωσσικό χάρισμα και κωμική φλέβα»   

Irish Times

«Τι είναι το Νόμπερ; Ό,τι κι αν είναι, πρόκειται μάλλον για ένα απ’ τα πιο πρωτότυπα ιρλανδικά μυθιστορήματα των τελευταίων πολλών ετών»   

Dublin Review of Books

«Ένα απίστευτα γοητευτικό ανάγνωσμα...  μια παρανοϊκή, δονκιχωτική Οδύσσεια»    

Κέβιν Μπάρρυ

«Μια σκοτεινή ιστορία γεμάτη αίμα και φλεγματικό χιούμορ»    

The Guardian

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Οι Κέλτες είναι όλοι άρρενες, όλοι γενειοφόροι, όλοι οπλισμένοι με ακόντια. Τα πρόσωπά τους είναι ηλιοκαμένα πάνω απ’ τις κοτσίδες της γενειάδας τους, που είναι στολισμένες με χάντρες. Έχουν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους τελείως ξυρισμένο, και πίσω τα μαλλιά τους πέφτουν μακριά, πιο κάτω από τους ώμους. Στο μέτωπο έχουν ζωγραφισμένες σπείρες. Απ’ το λαιμό τους, πάνω απ’ τα πολύχρωμα ρούχα τους, κρέμονται λεπτές μπρούντζινες αλυσίδες με χοντροκομμένα ξύλινα ειδώλια, κάπου μια σπιθαμή στο ύψος, που παριστάνουν ολοστρόγγυλες, φαλακρές γυναίκες. Γυναίκες με κάτι κλειτορίδες τεράστιες, που σκάνε στον κόσμο μυστηριώδη χαμογελάκια και πιάνουν με τα χέρια κι ανοίγουν το μουνί τους κατευχαριστημένες. Αυτά τα μικρά ειδώλια είναι αλλόκοτα και ακατανόητα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους κάπως άφυλα και ελαφρώς εξωπραγματικά, αλλά όχι απειλητικά, ενώ τα τανυσμένα τους αιδοία είναι δυο φορές πιο μεγάλα από τα ήδη υπερμεγέθη κεφάλια τους. Κάτω απ’ το κεφάλι και πάνω από το χάσκον αιδοίο τους έχουν έναν κορμό τοσοδούλικο, και ο ντε Φλουνκλ παρατηρεί με αποτροπιασμό πως αυτές οι μικρές ξύλινες, εξωγήινες πόρνες δεν τραβολογάνε απλώς το πελώριο φύλο τους ν’ ανοίξει, αλλά για να το κάνουν έχουν περάσει τα μακρουλά τους, πιθηκίσια μπράτσα κάτω από τα λυγισμένα γόνατά τους. (…)


«Μετάφραζε, μούλε» λέει ο ντε Φλουνκλ, κι ο Ουίλλιαμ υπακούει, και ένας απ’ τους Κέλτες, ο πρεσβύτερος σε ηλικία, που η βαθυκόκκινη κάπα του είναι αναδιπλωμένη από μέσα και αναδεύει λες και είναι ζωντανή, αποκρίνεται σ’ εκείνη την περίεργη λαρυγγώδη γλώσσα που ο ντε Φλουνκλ ξέρει πως είναι τα γαελικά των ορέων. Ακούγεται σαν τα πρόβατα με τα οποία ζουν σε τόσο στενή επαφή οι Κέλτες και οι χωρικοί, και ο ντε Φλουνκλ αναρωτιέται μήπως φταίει καμιά ανόσια κέλτικη διασταύρωση γι’ αυτά τα «ρ» που είναι λες και κάποιος τους πνίγει.


«Λέει πως μας έχουν ένα δώρο».


«Πες τους» λέει ο ντε Φλουνκλ, «πες σ’ αυτούς τους ειδωλολάτρες μπάσταρδους που πάνε και παντρεύονται τις σκλάβες τους και που, χωρίς καμία τέτοια σύσταση από τον πάπα, τεκνοποιούν με τις ίδιες τους τις ανιψιές, και που δεν έχουν δει καθρέφτη στη ζωή τους εξόν από τις λιμνούλες το αίμα που οι γυναίκες τους γεμίζουνε τον τόπο όταν τους τρέχουνε ξεδιάντροπα τα έμμηνά τους μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Πες σ’ αυτούς τους μαλλιαρούς σοδομιστές που αφήνουν τις μανάδες και τις αδελφές τους να κάνουν ό,τι θελήσουν, με τα βαρβαρικά δικαστήρια που στήνουν στις άθλιες παράγκες τους. Πες τους ότι, αν απαιτούν τέλος διελεύσεως, θα πρέπει να μας σκοτώσουν, γιατί δεν είναι δικός τους αυτός ο δρόμος, δεν είναι δικό τους το μονοπάτι, δεν είναι δική τους η χώρα, ούτε κι η κοιλάδα. Τούτη δω η γη είναι του βασιλέως, και την εξασφαλίζουν τίτλοι ιδιοκτησίας στα χέρια αξιοσέβαστων χριστιανών με τρανό στρατό και πολλούς ευγνώμονες υποτελείς πληθυσμούς».


Ο Ουίλλιαμ, κοιτώντας τον αφέντη του με την άκρη του ματιού του, μεταφράζει περίπου οκτώ λέξεις απ’ το λογύδριό του. (…)


«Ρώτα τους τι είναι αυτά που έχουν στο λαιμό τους» φωνάζει ο Χάρολντ από πίσω, αφήνοντας το ένα από τ’ άλογα να χώσει τη μουσούδα του στην ανοιχτή του παλάμη. «Γιατί είναι πολύ περίεργα». «Καλή ερώτηση αυτή» συμφωνεί κι ο ντε Φλουνκλ. «Τι είναι τούτα τα αχαμνά πορνίδια που έχουν κρεμασμένα στο λαιμό;» (…)


«Λοιπόν» λέει τελικά ο Ουίλλιαμ του Ρόσκρη, ενώ ο ιδρώτας στην πλάτη του έχει αρχίσει να παγώνει από την ακινησία, και το καφτάνι του να κολλάει επάνω του, «λέει πως επειδή εμείς, δηλαδή εσείς κι εγώ, ή ο λαός μας, έχουμε βαλθεί να αφανίσουμε την οικογένεια, που φαντάζομαι πως μάλλον εννοεί τη φυλή του, και επειδή έχουμε τη νεότητα σαν κάτι ζηλευτό που πρέπει να διατηρείται παντοτινά —φαντάζομαι πως, όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, εννοεί τη φυλή του, ή τους ΜακΜόρροου, ή όλους τους, δεν είμαι καθόλου σίγουρος— και επειδή δεν θεωρούμε δικά μας τα παιδιά αν δεν έχουν γεννηθεί αυστηρά εντός των δεσμών του γάμου, αλλά παρ’ όλα αυτά επιδιδόμαστε σε πολλές ελευθεριάζουσες ακολασίες με μολυσμένες, άκληρες Γαλλίδες πόρνες, συχνά διαβόητες για τη μεταδοτική τους στειρότητα και την παραμορφωμένη μήτρα τους, έχει διαστρεβλωθεί η αντίληψή μας για το τι είναι ελκυστικό, κι αυτό που βρίσκουμε τώρα πια ελκυστικό είναι ένα πράγμα άγονο, αφού οι γυναίκες μας επιδοκιμάζονται για τη μη γονιμότητά τους και όταν πεθαίνουνε στη γέννα, διότι έτσι απελευθερώνονται πολλοί τίτλοι ιδιοκτησίας και κλήροι, και τούτη η επιδοκιμασία προεκτείνεται και στην καχεκτική έλλειψη βουλιμίας τους όσον αφορά τα γαμήλια καθήκοντα τα οποία αυτές, οι γυναίκες μας δηλαδή, αντιμετωπίζουν με οδύνη και απέχθεια. Ως εκ τούτου οι γυναίκες που βρίσκουμε εμείς ελκυστικές είναι στέρφες, ισχνές σαν παιδιά και ασπρουλιάρες, άμορφα, παράξενα, ανδρόγυνα, ασθενικά ζώα που πεθαίνουν από τον παραμικρό πυρετό ή τα πιάνει το ψιλόβροχο και μετά τρέμουν και ψοφάνε το φθινόπωρο και στα σκοτεινά ηλιοστάσια από την υγρασία στα ρούχα τους· γυναίκες που δεν ξέρουν να συνθέσουν ποιήματα ούτε να γυρίσουν το μοσχάρι που κατεβαίνει ανάποδα στη μήτρα, ούτε να πάρουν μέρος σε καβγάδες για χωράφια ούτε καν να διασχίσουν ποτάμια ή ν’ ανέβουν λόφους χωρίς να κάνουν στάση για να πάρουν ανάσα ή για να πεθάνουνε, κι επειδή οι γυναίκες μας δεν μπορούνε να γεννήσουν χωρίς να ψοφήσουν, ετούτοι εδώ ισχυρίζονται πως όλες αυτές οι νοσηρές ιδιότητες προεκτείνονται και στον ανδρικό πληθυσμό και ότι, ασφαλώς, είναι αδύνατο, με τέτοιον αρρωστιάρικο πολιτισμό σαν αυτόν που έχουμε, να εκτιμήσουμε ένα λαγούμι τόσο έξοχο και θεσπέσιο σαν αυτό που επιδεικνύει η γυναίκα στο λαιμό του, την οποία του σκάλισε η ίδια του η ρωμαλέα σύζυγος, οπότε γιατί να μπει στον κόπο να εξηγεί τις θεραπευτικές του ιδιότητες, τη στιγμή που μια όμορφη γυναίκα σε αιώνια ακμή, δηλαδή στην ηλικία που έχουν όλες οι γυναίκες όταν η ψυχή τους είναι δυνατή, μόνο τρόμο θα προκαλούσε σε κάτι σαν του λόγου μας;»


 Όσιν Φέιγκαν, Νόμπερ, σελ.: 13-18 μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κάνει τη φωνή του πιο ψιλή ώστε να ακουστεί μακρύτερα, όπως έχει μάθει στη θρησκευτική του εκπαίδευση, και απευθύνεται στο χωριό: «Νομπεριανοί, όσοι έχετε απομείνει, σας λέω ότι τα έχετε πάει περίφημα και πρέπει να συνεχίσετε λίγο ακόμα. Όσοι από εσάς υποφέρατε, σας λέω ότι ήταν αγαθό το μαρτύριό σας και ότι υποφέρατε για χάρη του πλησίον σας. Και ότι πρέπει να υποφέρετε λίγο ακόμα. Η απαγόρευση κυκλοφορίας θα συνεχιστεί τουλάχιστον άλλη μια μέρα, οπότε κουκουλωθείτε στο κρεβάτι σας και συνεχίστε να προσεύχεστε. Αυτό που ζητάει από σας ο Θεός είναι δύσκολο, αλλά γι’ αυτό ακριβώς σας το ζητάει, διότι το βάθος των δεινών σας είναι το μέτρο της αξίας της ψυχής σας, και τι σημασία έχει κάτι τόσο ασήμαντο μπροστά στην αιωνιότητα; Θα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αν οποιοδήποτε άλλο χωριό σε τούτο το νησί ήταν τόσο…»

Σταματάει· ξάφνου έχει μια επιφοίτηση, μια από εκείνες τις ανεπιθύμητες εμπνεύσεις των μεθυσμένων, και συνειδητοποιεί ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν τον ακούει κανείς· και ίσως ποτέ δεν μπορούσαν να τον ακούσουν. Από τη μέρα που ήρθε, απευθύνει κάθε μέρα διάγγελμα στο χωριό, αλλά απόκριση δεν έχει λάβει ποτέ, κι εάν υπήρχε καμιά, σίγουρα θα την έκανε να σιγήσει. Συνθέτω μονολόγους προς ένα βουβό πλήθος, σκέφτεται, χύνω μονολόγους στο κενό, κηρύττω στους νεκρούς. Όλο αυτό είναι χάσιμο χρόνου. Πρέπει να ήταν πάνω από εκατό άνθρωποι εδώ πέρα όταν πρωτοήρθε, και τώρα θά ’χουν απομείνει το πολύ εξήντα. Φθίνουν, σκέφτεται, και μαζί τους φθίνουν και οι ικανότητές μου, θαρρείς και οι δυνάμεις όλων μας είναι συνδεδεμένες. «Αν έχετε στο σπίτι σας αργαλειό, καλά θα κάνετε να δουλεύετε» φωνάζει.

«Αν έχετε στο σπίτι σας πηλό, να φτιάχνετε πράγματα. Η δουλειά κρατά πιο πολύ απ’ τον άνθρωπο που την κάνει. Είναι η παρακαταθήκη που αφήνουμε στα…»

Ετοιμάζεται να πει «παιδιά μας» αλλά το κόβει απότομα· τα παιδιά τους είναι πιθανότατα νεκρά, και καλό θα ήταν να μην τους βάζει να πολυσκέφτονται μια επερχόμενη γενιά που δεν θα έρθει ποτέ. Είναι λάθος στρατηγική. Βουτάει στο μυαλό του και ψάχνει άλλον τρόπο να συνεχίσει.

Τους χωριάτες, είχε πει ο ντε Φόντροϋ, είναι αδύνατο να τους πείσεις, αλλά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, είναι εύκολο να τους χειραγωγήσεις· κι ενώ οι πλούσιοι είναι ακόμα πιο εύκολο να σπάσουν γιατί πιστεύουν στην κολακεία, εδώ δεν έχει απομείνει κανένας πλούσιος για να τον κολακέψει. Άρα, καταλήγει ο άντρας, η συνετή λύση είναι να επιβάλεις το φόβο.

«Δύο πράγματα υπάρχουν μόνο» φωνάζει τεντώνοντας δύο δάχτυλα προς τον άδειο δρόμο. «Η αρρώστια και οι Κέλτες· και είναι εδώ και τα δύο, αόρατα ανάμεσά μας, περιμένουν να μας βρουν αδύναμους. Ζέχνουν θάνατο, γιατί θάνατο φέρνουν. Τους μυρίζω τώρα δα. Δεν νιώθετε κι εσείς αυτό το κάψιμο στα ρουθούνια; Είναι ο Κέλτης, είναι η αρρώστια· είναι ο διάβολος στις παρυφές του χωριού, που αψηφά τα όρια της ζωής μας, που μας καταβάλλει. Αλλά όλα τα χωριά το έχουν αυτό. Υπάρχει χωριό που δεν είναι καταδικασμένο; Όλες οι μανάδες κλαίνε. Όλα τα παιδιά πεινάνε, εσείς όμως έχετε κι άλλα δύο πράγματα που οι άλλοι δεν έχουν».

Υψώνει τέσσερα δάχτυλα στον ουρανό.

«Έχετε εμένα, κι έχετε και την απαγόρευση κυκλοφορίας που εγώ σας έδωσα» φωνάζει. «Εγώ θα σταματήσω τους Κέλτες και η απαγόρευση κυκλοφορίας θα σταματήσει την αρρώστια, αλλά θέλει λίγο χρόνο. Ξέρω πως λαχταράτε δικαιοσύνη, άμεση δικαιοσύνη, γιατί είστε άνθρωποι δίκαιοι, μα τούτη είναι η εβδόμη ημέρα, και την ημέρα την εβδόμη ο Θεός ξεκουράστηκε, οπότε ποιος επέβλεπε την επικράτειά του την ημέρα εκείνη; Μήπως βασίλευε ο διάβολος εκείνη την ημέρα; Όχι, δεν βασίλευε ο διάβολος αλλά ο επιστάτης. Κι αυτός ο επιστάτης είμαι εγώ. Είμαι ο επιστάτης σας· τίποτε παραπάνω. Δεν έχετε παπά, δεν έχετε κοινοτάρχη. Ο χωροφύλακας τό ’σκασε· ο βασιλιάς ο ίδιος έχει λυγίσει κάτω απ’ το βάρος της αβουλίας, της πλεονεξίας, της λαγνείας του, αλλά εσείς έχετε εμένα. Είμαι εδώ για σας. Είμαι δικός σας».

Πίσω του, ακούει τον Κόλκα να σέρνει πτώματα έξω από το σιδεράδικο. Ο βαρύς, υπόκωφος ήχος τους τον κάνει να χάσει πάλι τον ειρμό της σκέψης του. 


Όσιν Φέιγκαν, Νόμπερ, σελ.: 65-67 μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου 

Ο Κέλτης με την τρικυμιώδη κάπα χώνει το ένα χέρι μέσα στις πτυχές της, μουγκρίζει και βγάζει ξανά το χέρι του με έναν νεαρό αρουραίο να κρέμεται απ’ τον αντίχειρά του. Το αίμα του Κέλτη τρέχει στα μαύρα μάτια του ζώου, το οποίο τινάζει το σώμα και την ουρά του σαν τον απαγχονισμένο. Με το άλλο χέρι, ο Κέλτης το ξεκολλάει από το δάχτυλό του, πιπιλάει το σκισμένο δέρμα, και εκτοξεύει τον αρουραίο προς την κουστωδία. Το ζώο περνάει από πάνω τους τσιρίζοντας, προσγειώνεται στα χορτάρια πίσω τους, στέκεται στα πόδια του και φεύγει τρέχοντας κατά το δάσος.


«Τι είν’ αυτό το πράγμα;» ρωτά ο ντε Φλουνκλ.


Οι υπόλοιποι Κέλτες στέκονται τώρα γύρω απ’ αυτόν με την κάπα και βγάζουν με τις χούφτες τους αρουραίους απ’ τις πτυχές της και τους πετάνε στους απέναντι. Ένας πελώριος αρουραίος περνάει ξυστά από τον ώμο του ντε Φλουνκλ και πέφτει στα μούτρα του Σίντζεν. Εκείνος πιάνει το μάγουλό του και μετά συνεχίζει να μασουλάει μανιτάρια. Ένας άλλος κοπανάει στο μπούτι του Χάρολντ και προσπαθεί να κρατηθεί από τη φουφούλα του, αλλά πέφτει κάτω ανάσκελα και μετά το βάζει στα πόδια.


«Τι δύναμη πιστεύουν πως έχουν τούτα τα ζώα να μας βλάψουν;» ρωτά ο Χάρολντ παρακολουθώντας τους αρουραίους να σκίζουν τον αέρα.


«Ως βλήματα η χρησιμότητά τους είναι, θαρρώ, περιορισμένη» λέει ο ντε Φλουνκλ.


«Αλλά τσιρίζουνε πολύ» λέει ο Χάρολντ. «Να ανταποδώσουμε τις βολές;»


Τώρα οι Κέλτες φτύνουν τους αρουραίους πριν τους πετάξουν, ή τους γλείφουν στη ράχη.


«Όχι ακόμη» λέει ο ντε Φλουνκλ.


«Μήπως νομίζουνε πως φέρνουν γρουσουζιά;» προτείνει ο Ουίλλιαμ του Ρόσκρη ξεμυτίζοντας ελάχιστα απ’ το δέντρο. 


Ο πιο νεαρός από τους Κέλτες έχει έναν αρουραίο που του κρέμεται απ’ τη μύτη, και αρχίζει να ουρλιάζει και να τον βαράει για να φύγει, και οι άλλοι Κέλτες χασκογελάνε, όπως και ο Σίντζεν, που του τρέχουνε σάλια και ζουμιά από τα μανιτάρια μέσα απ’ το κενό στα δόντια του, και του στάζουν απ’ το πιγούνι. Ρίχνει το κεφάλι πίσω όλο ευθυμία και σκούζει από τα γέλια.


«Ίσως φέρνουν καλοτυχία» λέει ο Χάρολντ ανασηκώνοντας τους ώμους.


Και μετά, τρεις-τέσσερις αρουραίους αργότερα, όλα τελειώνουν. Ο ένας απ’ τους Κέλτες φωνάζει κάτι στον Ουίλλιαμ, κι ύστερα αρχίζουν να τρέχουν, γελώντας σαν παιδιά, και χώνονται ξανά στο δάσος, και εξαφανίζονται.


Όσιν Φέιγκαν, Νόμπερ, σελ.: 21-22 μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ:

O Oisín Fagan (1991) γεννήθηκε στο Οχάιο των ΗΠΑ αλλά μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας. Σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου. Μέχρι τώρα, έχει εκδώσει μία νουβέλα (The Hierophants· βραβεύτηκε με το Penny Dreadful Novella Prize) και μία συλλογή διηγημάτων (Hostages), αμφότερα το 2016. Το Nobber (2019), το πρώτο του μυθιστόρημα, ήταν υποψήφιο για το Desmond Elliott Prize και το Bollinger Everyman Wodehouse Prize.

Ο συγγραφέας Όσιν Φέιγκαν

ΟΣΙΝ ΦΕΪΓΚΑΝ  

ΝΟΜΠΕΡ    

Τίτλος πρωτοτύπου: Nobber  

Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου  

Επιμέλεια: Δέσποινα Κανελλοπούλου & Θάνος Σαμαρτζής  

Διορθώσεις: Μαριλένα Καραμολέγκου & Σπύρος Παπαδόπουλος  

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Καλοφωλιάς      

330 σελ.  

20 €  

Κυκλοφορία: Μάρτιος 2023  

Σειρά: τα πεζά / 22  

ISBN: 978-618-5598-20-4 


Your Dynamic Snippet will be displayed here... This message is displayed because you did not provided both a filter and a template to use.