https://www.domabooks.gr/web/image/product.template/1376/image_1920?unique=0ab1a09
    24,99 € 22,49 € 22.490000000000002 EUR
    23,58 €

    This combination does not exist.

    Αγορά


    Ο Βρασίδας Καραλής μιλάει για το βιβλίο του «Μια Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου»

    Συνέντευξη: Γιάγκος Πλατής | deBop


    Πριν από 2 χρόνια, έκανα το μεταπτυχιακό μου στα ΜΜΕ και την επικοινωνία στο City του Λονδίνου. Η δυσμενής και αξέχαστη συνθήκη της δεύτερης καραντίνας δεν κατέστησε δυνατή την παρουσία μου εκεί και έπρεπε να συνεχίσω το όνειρό μου εξ αποστάσεως. Μέσα σε όλη την τρέλα, προσπάθησα να προσθέσω τα καλλιτεχνικά μου στοιχεία στις εργασίες και τα project που έπρεπε να ολοκληρώσω στο πλαίσιο του προγράμματος. Αναζητώντας, λοιπόν, την ανάλογη βιβλιογραφία για το ελληνικό σινεμά, έβρισκα συνέχεια το βιβλίο ενός συγγραφέα που λεγόταν Καραλής, με τίτλο "Α History of Greek Cinema". Ήταν το μόνο πολυσέλιδο βιβλίο που υπήρχε, μαζί με άλλα δύο του ίδιου συγγραφέα, με τόσες πληροφορίες, σε ύφος ανάμεσα σε δοκίμιο και ιστοριογραφία. Το βιβλίο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο οδοιπορικό στη διαδρομή της σύγχρονης Ελλάδας. Πρόκειται για πολύ έξυπνη, ενδελεχή και φιλότεχνη προσπάθεια καταγραφής και συμπύκνωσης των δημιουργημάτων της οθόνης αναλογικά με τις συνθήκες της εκάστοτε εποχής.

    Όταν διάβασα ότι οι εκδόσεις Δώμα εξέδωσαν, 10 χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα αγγλικά, το "Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου" του Βρασίδα Καραλή, τότε έτρεξα να το προμηθευτώ! Και τώρα, ο ίδιος, ένας διηπειρωτικός πρεσβευτής του ελληνικού στοιχείου, ένας λάτρης του κινηματογράφου και της τέχνης, δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να κάνουμε αυτήν την απολαυστική και διαφωτιστική συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του, στον διαδικτυακό χώρο του debop. Ο Βρασίδας Καραλής είναι καθηγητής νεοελληνικών και βυζαντινών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ. Έχοντας περάσει προηγουμένως από το πόστο του διδάσκοντος σε Σαντορίνη, Ελευσίνα, Αθήνα, Ελσίνκι, Τορόντο, Άμστερνταμ και Γκρόνιγκεν, έστησε τη βάση του στην Αυστραλία όπου διδάσκει από το 1991. Πρόσφατα, μεταφράστηκε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Δώμα το πόνημά του με τίτλο "Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου" ενώ σύντομα θα μεταφραστεί και το βιβλίο του "A farewell to Robert", ένα αφιέρωμα στον επί σχεδόν 30 χρόνια σύντροφό του, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πέρυσι, από λέμφωμα. 

    Πώς βρεθήκατε στο Σύδνεϋ; 

    Η μεταβάσή μου εδώ ήταν εντελώς απρόβλεπτη. Δίδασκα ελληνικά στην Ολλανδία, όπου βρήκα μια προκήρυξη πανεπιστημιακής θέσης στο Σύδνεϋ. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, είχα μια ανάλογη πρόταση από τη Χιλή, όπου τα ελληνικά ήταν πολύ δημοφιλή. Μιλάμε ακόμα για το 1990 και θα προτιμούσα να πήγαινα εκεί. Επέλεξα όμως την Αυστραλία εντελώς κατά τύχη. Τελικά όλη μας η ζωή εξαρτάται από τετοια απρόβλεπτα και τυχαία συμβάντα! 

    Ο κινηματογράφος υπήρξε πάντα στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή σας; 

    Νομίζω ότι όλοι όσοι μεγαλώσαμε στη δεκαετία του '60 δεν μπορούμε παρά να προσδιορίσουμε τις τελετές ενηλικίωσής με αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο. Οι ταινίες δημιούργησαν το συμβολικό σύμπαν και τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα όπου υπάρχουμε και αυτοκατανοούμεθα μέχρι σήμερα. Από την πρώτη ταινία που είδα στον κινηματογράφο "Ολύμπια" στα Κρέστενα Ηλείας, που ήταν "Ο Κατατρεγμένος" με τον Νίκο Ξανθόπουλο, η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από ταινίες κάθε είδους. Δε θα ξεχάσω τη μοναδική εμπειρία της Φαντασίας του Ντίσνεϋ, για την πολυχρωμία της αλλά και για την κλασσική μουσική. Την περίοδο 1966 - 1975, ήταν η εποχή της μυθολογικής εμπειρίας των κινηματογραφικών εικόνων. Πηγαίνοντας στο σινεμά, με την οικογένειά ή τους φίλους σου, η διαδικασία δημιουργούσε μια τελετή κοινωνικοποιήσεως και επέκτασης του στενού κόσμου που βιώναμε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. 

    ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος

    Τι σας ώθησε να γράψετε για τον ελληνικό κινηματογράφο; 

    Όταν ήμουν μικρός, δεν υπήρχαν σπουδές κινηματογράφου. Έκανα, λοιπόν, φιλολογικές και λογοτεχνικές σπουδές στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Πάντα, ωστόσο, έκανα αναφορές στον κινηματογράφο και σε συγκεκριμενες ταινίες ως πολιτισμικούς δείκτες και σημεία αναφοράς. Για παράδειγμα, ήδη από το 1993, σε ένα βιβλίο που έγραψα για τον Καζαντζάκη, "Το παλίμψηστο της Ιστορίας", προχώρησα σε μια διεξοδική συζήτηση της ταινίας "Ζορμπάς" του Κακογιάννη. Η ανάλυσή μου είχε εστιαστεί στις διαφορές βιβλίου και κινηματογραφικής διασκευής – και δεν ήταν πάντα δίκαιη στην ταινία. Αργότερα, ασχολήθηκα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, μιας και οι ταινίες του έθεταν ερωτήματα που αφορούσαν όχι πια μόνο στη στενή επαγγελματική αντίληψη ενός πανεπιστημιακού αλλά και στη θέση μου στον κόσμο, στην προοπτική μου για την ιστορία και τέλος, ως διδάσκων ελληνικά σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού, στο τι υπερβαίνει το πολιτισμικό φράγμα μιας συγκεκριμενης παράδοσης και αποδίδεται στην παγκοσμιότητα της κινηματογραφικής γλώσσας. Όλα αυτά σταδιακά συνέκλιναν στο μυαλό μου ούτως ώστε το βιβλίο για τον κινηματογράφο, που μου πήρε πέντε χρόνια να γράψω, επιχειρεί μια συστηματική και όπως πιστεύω, δίκαιη τοποθέτηση της ελληνικής παραγωγής στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Το βιβλίο γράφτηκε ως μια ετερολογική σύγκλιση με την ιστοριογραφία άλλων κινηματογραφικών παραδόσεων, με πρόθεση να εντάξει την ελληνική κινηματογραφία στην παγκόσμια σκηνή και να υποδείξει τις καλλιτεχνικές αναλογίες ή τις μορφοπλαστικές συμπτώσεις, που μοιράζεται η ελληνική περίπτωση με πολλές άλλες. 

    Κάνοντας κάποια project για το master μου στο City πριν από 2 χρόνια, ανακάλυψα ότι υπάρχει ελάχιστη βιβλιογραφία για το ελληνικό σινεμά. Το βιβλίο σας μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; 

    Κι εγώ είχα ξαφνιαστεί που δεν υπήρχαν μελέτες εκτενείς και διεξοδικές, όταν άρχισα να διδάσκω το μάθημα στο πανεπιστήμιο. Το ζήτημα είναι πρωτίστως ιστοριογραφικής προσέγγισης και γλώσσας. Μερικές μελέτες που υπήρχαν σε άλλες γλώσσες (αγγλικά γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά) επικεντρώνονταν στον κινηματογράφο ως σχολιασμό της ιστορίας μέσω των εικόνων. Δεν αντιμετωπίζαν τις ελληνικες ταινίες ως μορφή και γλώσσα, με το δικό τους συντακτικό και γραμματική. Αυτό σήμαινε ότι δε διέβλεπαν στην κινηματογραφική αναπαράσταση, την αυτοκριτική και την αυτοπαρατήρηση του νεοελληνικού εαυτού ως αυτοβούλου και δρώντος υποκειμένου στην ιστορία. Ιδιαίτερα με την παρερμηνεία του Ζορμπά, μας έβλεπαν ως αφελείς περιηγητές της ιστορίας, κατά τον ποιητή. Για πολλούς, όλος ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν ο Ζορμπάς – ακόμα και "Ο Θίασος" δεν επαρκούσε για να αλλάξει αυτήν τη γενικευμένη αντίληψη. Σκοπός του βιβλίου ήταν να ανατάμει τη νεοελληνική υποκειμενικότητα όπως αναπαραστήθηκε κινηματογραφικά, ως έναν χώρο σύγκλισης συλλογικών και ατομικών παραγόντων και να παρουσιάσει τον τρόπο που το τελικό εικοναπλαστικό μόρφωμα ξεπερνούσε τα στοιχεία που το διέπλασαν ως καλλιτεχνική εμπειρία. Σε αυτό το πλεόνασμα νοήματος, συγκίνησης και αυτοκατανόησης, εντόπισα τη σημασία του νεοελληνικού εικονοπλαστικού φαντασιακού – και είναι αυτό που ακριβώς ενδιαφέρει το διεθνές κοινό. Το θέμα στο σινεμά δεν είναι να καταγράψει την ιστορία αλλά να την ανασυγκροτήσει φαντασιακά. 

    Υπάρχει μια συμπαγής «ελληνική σκηνή»; 

    Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αμφισημίες: υπάρχει και δεν υπάρχει. Μια ομάδα ανθρώπων συζητάει, κάνει ταινίες και μετά διαλύεται. Μετά ακολουθεί ένα κενό και ύστερα από λίγο, μια άλλη ομάδα αναδύεται που επαναλαμβάνει τον κύκλο. Πολλές φορές, ζούμε σε εποχές μεταβατικές, μεσοβασιλείας, που έλεγε και ο Καζαντζάκης, όπου μια «σκηνή» εμφανώς απουσιάζει, αλλά και μόνο το γεγονός ότι η απουσία της ειναι αισθητή, μας ευαισθητοποιεί σε κάτι που αναδύεται. Δυστυχώς, δεν είχαμε ποτέ μια συγκεκριμένη σχολή κινηματογραφικής εικονοπλασίας στην Ελλάδα, με τη δική της θεωρητική θεμελίωση, τη μυθογραφία της καταγωγής της και κυρίως, την κριτική άλλων τεχνοτροπιών. Μόνο στα αρχικά του στάδια το περιοδικό "Σύγχρονος Κινηματογράφος" επιχείρησε κάτι ανάλογο αλλά το όλο εγχείρημα εκφυλίστηκε σε προσωπικές διαμάχες και ιδεολογικές παρακρούσεις. Μην ξεχνάμε ότι ο Γκοντάρ υποστήριζε ότι υπάρχουν μόνο τέσσερις πραγματικές κινηματογραφικές εθνικές παραδόσεις: ρωσσική, ιταλική, γερμανική και αμερικανική. Δεν ξέρω πόσο ακριβής είναι η ετυμηγορία του αλλά δεν υπήρξε κατά τη γνώμη μου πραγματική εθνική κινηματογραφική παράδοση στην Ελλάδα! Ήμασταν πάντα ένα σταυροδρόμι, ένας πολυσυλλεκτικός και παλίμψηστος τόπος σύγκλισης πολλαπλών καλλιτεχνικών φαντασιακών, πράγμα που αποτελούσε τη δύναμη και δημιουργούσε τη δυναμική της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας. 

    Τι κάνει μια ταινία καλή; Π.χ. τα Φτηνά Τσιγάρα που είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα, αντιμετώπισε σφοδρή κριτική όταν βγήκε ενώ πια είναι ευρέως αποδεκτό! Από την άλλη, υπάρχουν πάντα ταινίες που κάπως «χάνονται» στον χρόνο. Εξίσου αγαπημένη μου είναι και η «Τετάρτη 4:45» αλλά νομίζω πως δε χαίρει ιδιαίτερης αναγνώρισης προς το παρόν. Είναι ο χρόνος ο τελικός κριτής για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα; 

    Πολλές ταινίες πρέπει να περιμένουν την ιστορική τους συγκυρία για να αναγνωριστούν. Το σημαντικό είναι να γίνονται, να προωθούνται και να μελετούνται. Μου άρεσαν πολύ και εμένα τα Φτηνά Τσιγάρα και γενικά ο κινηματογράφος του Χαραλαμπίδη, ο οποίος αποδεικνύει ότι η πλέον ενεργή συνείδηση μιας κοινωνίας είναι η κωμική της ιδιοφυΐα. Νομίζω ότι η στιγμή που προβλήθηκε η ταινία, το 2000, ήταν μια ατυχής στιγμή, επειδή βρέθηκε στη μέση της ψεύτικης αφθονίας, της ναρκισσιστικής αυταπάτης και των υπερβολών της εποχής προς το 2004. Παρόμοιες ταινίες υπαρξιακού αναστοχασμού και σκεπτικισμού δεν κολάκευαν τους εθισμούς της εποχής, δηλαδή τη μεγάλη ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και τόσα άλλα. Όπως λέτε, συχνά χρειαζόμαστε μια κρίση θεμελιακή για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι βλέπουμε σε μια ταινία. Αυτή η κρίση συμφραζομένων μας δόθηκε αργότερα, δηλαδή τη δημιουργήσαμε εμείς, ακόμα και αν ψέγουμε άλλους. Αν, μάλιστα, κάνουμε ένα βήμα πίσω και παρακολουθήσουμε, στον βαθμό που μπορούμε, τις τότε εξελίξεις, ο Περάκης, ο Χαραλαμπίδης και οι Ρέππας-Παπαθανασίου προετοίμασαν τις τραγικές εικόνες του Οικονομίδη, του Λάνθιμου και της Τσαγκάρη –εννοώ τις εικόνες ενός κερματισμένου υποκειμένου, που προσδιορίζεται από την αναντιστοιχία γλώσσας και νοήσης, πράξης και πρόθεσης, πίστης και έκφρασης. Το ίδιο συνέβη νομίζω και με την ταινία του Αλεξίου "Τετάρτη 4:45" που μέσα από την «κλασσική» της μορφή προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη συγκινησιακή δυναμική των εικόνων, την εποχή που κυριαρχούσε ο κινηματογράφος του Λάνθιμου. Να προσθέσω επίσης το "Suntan" του Παπαδημητρόπουλου. Αυτές οι ταινίες ψάχνουν ακόμα τους θεατές τους και συνεπώς τους ερμηνευτές τους. Πρέπει να τους δώσουμε χρόνο για να ειδωθούν ξανά και ξανά ώστε να εξοικειωθούμε με την πυκνή ύφανση εικόνας και σημάνσεων για να εκτιμήσουμε τη σημασία τους. 

    Τελικά υπήρξε ή υπάρχει «Greek Weird Wave»; 

    Επαναλαμβάνω ότι υπήρξε και δεν υπήρξε, υπάρχει και δεν υπάρχει. Επιμένω ότι η ερμηνευτική και ταξιθετική κατηγορία του weird wave μας αποδόθηκε απέξω και δε νομίζω ότι εκφραζει την πολυπλοκότητα των προτάσεων που αναπτύχθηκαν στην ελληνική σκηνή μετά το 2010. Αλλόκοτος παραλογικός κινηματογράφος, ήδη υπήρχε στη χώρα μας από τους Βοσκούς της Συμφοράς του Παπατάκη, τον Αλδεβαράν του Θωμόπουλου, τον Δράκουλα των Εξαρχείων του Ζερβού και τον ποιητικό κινηματογράφο του Τορνέ. 

    Ποια είναι η γνώμη σας για τρία ονόματα που έχουν διακριθεί και εκτός συνόρων (Λάνθιμος, Γαβράς και Αγγελόπουλος); 

    Τους αξίζει η διεθνής αναγνώριση καθώς είναι και οι τρεις πολύ σημαντικοί για διαφορετικούς λόγους. Νομίζω ότι το έργο του Αγγελόπουλου ξεπερνάει τα όρια του ελληνικού κινηματογραφου και αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά εικονοπλαστικά επιτεύγματα παγκοσμίως. Το ίδιο θα έλεγα και για τον πρώιμο Γαβρά, μέχρι και τη χολυγουντιανή του περίοδο. Το έργο του Λάνθιμου εξελίσσεται και είμαι περίεργος να δω μέχρι πού θα φτάσει! 

    Ποια είναι η πιο πρόσφατη ελληνική ταινία που σας άρεσε; 

    Μου άρεσε το Πίσω από τις Θημωνιές της Ασημίνας Προέδρου, τα Μαγνητικά Πεδία του Γούση, το Η Πόλη και η Πόλη των Τζουμέρκα και Πασσαλή και η Αγία Έμυ της Αρασέλης Λαιμού. Νομίζω ότι όλα δείχνουν την πολυμορφία της σύγχρονης κινηματογραφικής γλώσσας, από τον σκληρό στον ποιητικό ρεαλισμό με κοινό παρονομαστή μια τάση προς την τραγικωμωδία. Πώς αντιμετώπισε η ομογένεια το συγκεκριμένο βιβλίο; Με αγάπη και επιφύλαξη, όπως θα πρέπει να πλησιάζουμε κάθε βιβλίο τέτοιου είδους και να μην το παίρνουμε ως απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που μας απασχολούν.

    ο συγγραφέας Βρασίδας Καραλής

    Αλήθεια, γιατί άργησε να εκδοθεί στα ελληνικά; 

    Δε νομίζω ότι άργησε. Δέκα χρόνια ειναι αρκετά για να φανεί η οποιαδήποτε σημασία του, πέρα από εντυπωσιασμούς και εκδοτική προώθηση. Επίσης, μερικές κριτικές που δέχτηκε, ήταν κατά τη γνώμη μου άδικες, επειδή το βιβλίο επιχειρούσε κάτι δύσκολο: όχι μόνο να δώσει μια ιστοριογραφική σύνθεση της κινηματογραφικής εξέλιξης αλλά και να δημιουργήσει μια γλώσσα για την ιστορία αυτή που να αναδύεται από την ιστορική εξέλιξη καθαυτή. Συνήθως, ιστορικές συνθέσεις δανείζονται σχήματα ιστοριογραφικά και ερμηνευτικά από άλλες εγκαθιδρυμένες παραδόσεις, ξεχνώντας ότι σε αυτές ήδη υπήρχαν αρκετές ιστορίες του κινηματογράφου που είχαν διαμορφώσει ήδη μια ακολουθία λόγων και αντιλόγων, ρήσεων ακαι αντιρρήσεων. Ένα βιβλίο πρέπει να μιλάει από μόνο του –αν βεβαια παρουσιάζει ένα επιχείρημα, μια θέση ερμηνευτικής προοπτικής. Είμαι ευγνώμων στον Αχιλλέα Δελή που το πρόσεξε και μετά από πολλές συζητήσεις αποφάσισε να το μεταφράσει. Και στον εκδότη βεβαια, Θάνο Σαμαρτζή, των εκδόσεων Δώμα, που αποφάσισε να το αναλάβει. Από εκεί και πέρα, εύχομαι να γίνουν και άλλες προσπάθειες που θα υποδείξουν την πολυπρισματικότητα και ευρυχωρία της κινηματογραφικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Για μένα, το βιβλίο ειναι μια πρόσκληση σε διάλογο παρά μια οριστική εξιστόρηση του ελληνικού κινηματογράφου. 

    Ομολογουμένως, η Αυστραλία είναι μια χώρα που έχει διαφύγει της προσοχής μου. Υπάρχει ανάλογη κινηματογραφική σκηνή εκεί; 

    Υπήρξε στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά όχι πλέον. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες, ηθοποιοί και οπερατέρ έφυγαν για το Χόλυγουντ και βλέπουμε πώς εξελίχθηκαν. Ο George Miller και ο Mad Max του, για παράδειγμα, που τώρα δεν ειναι πλέον καλλιτεχνικό δημιούργημα αλλά εμπόρευμα, όπως ο Πόλεμος των Άστρων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αναλαμπές, όπως η Άνν Κόκκινος, το έργο της οποίας, αξίζει μεγαλύτερης προσοχής. Τα τελευταια χρόνια η κινηματογραφική παραγωγή της Αυστραλίας κυριαρχείται από τη λάμψη των στάρς, την Κέϊτ Μπλάνσετ, τη Νικόλ Κιντμαν, τη Τόνυ Κολετ, τον Χιου Τζάκμαν και τον Μελ Γκιμπσον ανάμεσα σε άλλους. Δε νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κινηματογράφο με σταρς. Έχει πλέον χαθεί το όραμα που βλέπουμε στις αυστραλιανές ταινίες του '70 και του '80, πράγμα που συμβαίνει σε όλην την αγγλόσφαιρα. Δυστυχώς, πάρα την παγκόσμια χρήση της αγγλικής και τις μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες, σχεδόν όλη η κινηματογραφική παραγωγή Αυστραλίας, Αμερικής και Αγγλίας χαρακτηρίζεται από έναν κακόγουστο επαρχιωτισμό που γίνεται ακόμα πιο επώδυνος από το κακό σενάριο της πολιτικής ευπρέπειας. Τα τεχνικά εφέ δε συγκινούν μετά από λίγο. Επομένως, αν ο μύθος δε γίνεται εικόνα, τότε παραμένει ένα άδειο πουκάμισο, που έλεγε ο ποιητής. 

    στιγμιότυπο από την ταινία Stalker

    Μπορείτε να μου αναφέρετε πέντε αγαπημένες σας ταινίες, που δεν προέρχονται από την Ελλάδα και την Αυστραλία; 

    Ozu, Tokyo Story, για την απόλυτη μινιμαλιστική του γλώσσα. Terence Davies, Distant Voices, Still Lives, για τη μαγική ανάκληση των παιδικών μας χρόνων. Charles Laughton The Night of the Hunter, για την υπέροχη παρουσίαση της νύχτας. Tarkovsky, Stalker, για το βασανιστικό ερώτημα του μηδενός. Bergman, The Seventh Seal, για τη διερεύνηση του μυστηρίου της πίστης. Παρά την ερώτησή σας, θα προσθέσω το Τοπίο στην Ομίχλη του Αγγελόπουλου για την ασύλληπτη εικονοπλασία της πατρικής εστίας και της απουσίας της. 

    Τι οδηγεί τους ανθρώπους στην τέχνη; 

    Το ερώτημα της θνητότητας και το αίνιγμα της γεννήσής τους. Συνήθως υποστηρίζεται ότι ο φόβος του θανάτου μας κάνει δημιουργικούς. Εγώ ως Έλληνας πιστεύω όμως είναι η υπόσχεση της γέννησής μας. Το μεγάλο πρόβλημα του γιατί πεθαίνουμε και της θεοδικίας στην ιστορία, δεν υπάρχει αν δεν κατανοήσουμε το γιατί γεννηθήκαμε. Η τέχνη πανηγυρίζει τη ζωή ακόμα και αν απεικονίζει τον θάνατο. 

    Πόσο ενδιαφέρον υπάρχει για τον ελληνικό πολιτισμό εκεί, μιας που διδάσκετε για πολλά χρόνια; 

    Υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται μια πολύ δραστήρια ελληνική παροικία, με τους δικούς της θεσμούς και οργανώσεις. Το θέμα είναι να προσδιορίσουμε αν υπάρχει ενδιαφέρον στον ελληνικό πολιτισμό που μπορεί να μοιραστεί με άλλους. Πριν λίγες μέρες, συναντησα μια παλιά μου μαθήτρια που σπούδασε ελληνικό κινηματογραφο μαζί μου, γύρω στο 2000, η οποία είναι αραβικής καταγωγής και φτιάχνει ταινίες με πρότυπο το Κορίτσι με τα Μαύρα του Κακογιάννη, που της άρεσε πολύ όταν το μελετήσαμε. Βλέπετε ότι αυτα που διδάσκουμε είναι σαν μια μποτίλια στον ωκεανό, όπως λέγαμε παλιά. Κάποιος τη βρίσκει σε μια μακρινή όχθη και αρχίζει ένας υπόρρητος πολιτισμικός διάλογος.

    Πιστεύετε πως ελλοχεύουν κίνδυνοι για το παγκόσμιο πολιτιστικό κεφάλαιο από την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης; 

    Η τεχνητή νοημοσύνη φέρει και αυτή τα ελαττώματα του δημιουργού της. Υπερβολική αυτοπεποίθηση, υπερκτίμηση των δυνατοτήτων της και εν τέλει δε φαίνεται να γνωρίζει τα όριά της. Σε λίγα χρόνια θα αντικατασταθεί από κάτι άλλο, (αυτός δεν ειναι ο σκοπός του κινήματος transhumanism που προβλέπει μια σύγκληση ανθρώπων και μηχανών;) και τότε θα κατανοήσουμε τι μπορεί πραγματικά να κάνει. 

    Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα; Θα επιστρέφατε; 

    Σχεδόν κάθε χρόνο έρχομαι στην πατρίδα για να δω τους φίλους μου, να επισκεφτώ τους τάφους των γονιών μου και να ακούσω τους νέους επιτονισμούς της ελληνικής λαλιάς. Έρχομαι σαν προσκυνητής, για να μάθω πράγματα που δεν ήξερα, να δω τόπους που δεν επισκέφθηκα και να συναντήσω ανθρωπους που ψάχνουν τη θέση τους στον κόσμο. Πολλοί του εξωτερικού επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη με διδακτισμό, με σκοπό να επιδιορθώσουν και να παλινορθώσουν κάποια ιδεατή χώρα που έχουν στον νου τους. Μεταφέρουν στα μπαγκάζια τους και νεόκοπες θεωρίες εξ Αμερικής διαφωτίζοντας τους ιθαγενείς σχετικά με τον ίδιο τους τον εαυτό. Με ενδιαφέρει η αλήθεια του βιωμένου χρόνου, όπου και αν βρίσκεται. Γι’ αυτό και αποφεύγω συνέδρια και συμπόσια. Επιπλέον, δεν παίρνω σοβαρά την ελληνική πολιτική γιατί νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται οργανικά σε ένα πολύ ανώτερο επίπεδο από την κρατική του υπόσταση. Όταν άρχισε η κρίση, έγραψα στα αγγλικά ένα οδοιπορικό στην Αθήνα που το τιτλοφόρησα ως οι Δαίμονες των Αθηνών. Εκεί προσπάθησα να καταγράψω τη χρονικότητα του καθημερινού υποκειμένου, τη στιγμή που οι άμυνές του είχαν μερικώς ανασταλεί. Ίσως καποια στιγμή να μεταφραστεί στα ελληνικά. Μολοντούτο, μετά από τόσα χρόνια σε άλλους τόπους, μου αρέσει ακόμα το χάος της Αθήνας που ενέχει μια περίεργη κρυφή αρμονία. Λατρεύω τη μειλιχιότητα του πελοποννησιακού τοπίου, το πράσινο των πεύκων και τα κάστρα του Μοριά. 

    Πιστεύετε ότι η Ελλάδα είναι φιλικό μέρος για τους νέους; 

    Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Όταν μεγαλώναμε εμείς, ήταν πολύ δύσκολα και δεν είχαμε την ηλεκτρονική υποστήριξη που απολαμβάνει η σημερινή νεολαία. Ακόμα και για να πάμε κινηματογράφο, έπρεπε να πάρουμε άδεια! Υπάρχουν σήμερα καινούργια διλήμματα και δυσκολίες αλλά πιστεύω ότι η χρήση της τεχνολογίας δίνει την εντύπωση μιας διανοητικής παντοδυναμίας στους νέους. Πολλοί πιστεύουν ότι όλες οι απαντήσεις βρίσκονται στο διαδίκτυο και όχι στον διαλογό με άλλους ανθρωπους. Είμαστε στην εποχή των παράλληλων μονολόγων δυστυχώς! Πάντως δεν ειμαι απαισιόδοξος. Οι νέοι έχουν μια αλλόκοτη ενεργικότητα που περιμένει τη δική της μορφοποίηση και προοπτική. Σε δέκα χρόνια όλα θα ειναι διαφορετικά. Η ζωή όμως ανακαλύπτεται πρόσωπο με πρόσωπο και όχι μέσα από βίντεο. 

    Θέλετε να μου πείτε και λίγα λόγια για το άλλο σας βιβλίο, με τίτλο «Farewell to Robert», αφιερωμένο στον σύντροφο σας που έχει φύγει από τη ζωή; 

    Είναι ένα πολύ προσωπικό κείμενο, ένα ξεσπασμα πόνου, μια θρηνωδία για μια ζωή που τελείωσε τόσο αιφνιδιαστικά. Ήμασταν μαζί σχεδόν τριάντα χρόνια και η παρουσία του ήταν παντού και πάντα όλο αυτόν το καιρό. Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμενη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε, τι είναι αυτο που το λέμε αγάπη, πού στηρίζεται μια σχέση, πού βρισκεται το μυστήριο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου και όλα τα άλλα ερωτήματα που συνδέονται με την παρουσία μας στον κόσμο.

    Πρόκειται να διαβάσουμε και αυτό στα ελληνικά; 

    Ήδη μεταφράστηκε από την Κατερίνα Σχινά και θα εκδοθεί από τις εκδόσεις του Σταθη Τσαγκαρουσιάνου, ενός δημιουργού, το έργο του οποίου εκτιμώ αφάνταστα, διότι έχει διαμορφώσει την ευαισθησία της γενιάς μου και τη δεκτικότητά της για κάθετι νέο και προκλητικό. Κατά τη γνώμη μου, ο Τσαγκαρουσιάνος συνεχίζει τον ρηξικέλευθο λόγο του Μάνου Χατζηδακι, επεκτείνοντας την παραδοση της negative capability, που έγραφε ο ρομαντικός ποιητής Τζον Κητς, σε μια εποχή εφησυχασμού και ληθάργου. Το έργο του μας μαθαίνει να ζούμε αδημονώντας για το απρόβλεπτο. Τελικά η απώλεια πόσο ορίζει τη ζωή; Για να υπάρξει απώλεια, πρέπει να υπάρξει παρουσία. Το μυστικό της ψυχής, που θα έλεγε ο Θόδωρος Αγγελοπουλος, είναι να βυθιστεί σε μια άλλη ψυχή, να ξαναγεννηθεί από τον άνθρωπο που επιλέγει. Η παρουσία ορίζει τη ζωή και την καθορίζει. 

    Τι σας προσφέρει η συγγραφή; 

    Παρηγορία και παραμυθία. Βέβαια, τίποτα δεν αντικαθιστά τους ανθρώπους που χάνουμε αλλά η συγγραφή, όπως λεει ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά, καταγράφει το παράπονό μας μπροστα στα μεγάλα συμβάντα που γίνονται γύρω μας και μέσα μας και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα επηρεάσουμε. Τι καινούριο ετοιμάζετε; Προσπαθώ να ολοκληρώσω κάποια κείμενα που με απασχολούν για χρόνια. Γράφω όταν έχω να απαντήσω σε ορισμένα ερωτήματα της ζωής. Κάποια στιγμή και αυτά εξαντλούνται και μένεις ενώπιος ενωπίω με την απέραντη έρημο της λευκής σελίδας ή της άδειας οθόνης. Εκεί πρέπει να δώσεις μια απάντηση, αν θέλεις να συνεχίσεις, ειδάλλως επιλέγεις τη σιωπή. Εδώ και είκοσι χρόνια γράφω στα ελληνικά έναν πλατωνικό διαλογο που θα ήθελα να συγκεφαλαιώσει τη διανοητική μου οδύσσεια. Στα αγγλικά, μόλις τελείωσα ένα προσωπικό δοκίμιο για τον αυστραλό συγγραφεα Patrick White και την επιδρασή του πάνω μου και κυρίως στον ιδανικό μου εαυτό. Το μόνο που μπορούμε να καταγράψουμε στη ζωή είναι οι αποτυχίες, τα λάθη που κάναμε με καλές προθέσεις και τις αλήθειες που δε ζήσαμε χαμένοι μέσα σε περισπασμούς και αυταρέσκειες. Αν η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου, η λογοτεχνία είναι μέθοδος ζωής!

    Η συνέντευξη στο deBop