Συνειδητοποίησα ότι ένιωθα ντροπή γι’ αυτό που προσπαθούσα να πω. Όταν ήμουν νεότερος είχα εργαστεί σε πολλούς δημόσιους χώρους, σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, καφετέριες, μέχρι και σε μπαρ. Δεν ήταν ο θόρυβος η αιτία του τρόμου που μ’ έπιανε στην ιδέα ενός ανοιχτού χώρου εργασίας. Το γραφείο που μου είχαν παραχωρήσει βρισκόταν στο κέντρο του χώρου. Όσο εγώ θα έγραφα, κόσμος θα πηγαινοερχόταν πίσω μου, έξω από το οπτικό μου πεδίο. Συγχρόνως, κοντά μου υπήρχαν άλλοι «σταθμοί εργασίας» (ο ανατριχιαστικός όρος του θυρωρού είχε ήδη κολλήσει στο μυαλό μου σαν τσίχλα στη σόλα παπουτσιού), κάτι που σήμαινε πως θα μπορούσα να βλέπω την οθόνη των ανθρώπων που θα εργάζονταν εκεί. Και η δική μου οθόνη θα ήταν ορατή σε κάποιους άλλους, ίσως όχι τόσο ώστε να μπορούν να διαβάσουν το κείμενο, αλλά αρκετά ώστε να διακρίνουν αν εκείνη τη στιγμή δούλευα πάνω σε κάποιο έγγραφο ή έβλεπα βίντεο από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Θα ήμουν ορατός από κάθε πιθανή γωνία. Θα ήταν ορατό το σώμα μου, η στάση μου. Είχα αποκτήσει μια αβυσσαλέα απέχθεια στην ιδέα τού να με κοιτάνε την ώρα που γράφω, όχι μόνο επειδή το περιεχόμενο μπορεί να είναι αυστηρώς προσωπικό, αλλά και επειδή όλα τα πράγματα, πέραν του γραψίματος, που κάνει κάποιος όταν γράφει —να τεντώνεται, να κοιτάει το κενό, να χαζολογάει στο διαδίκτυο— έχουν κάτι το ντροπιαστικό όταν τα βλέπουν κι άλλοι. Η αίσθηση ότι σε παρακολουθούν προκαλεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη συναίσθηση του ίδιου σου του εαυτού.
Κάπου μέσα στο βιβλίο Το Είναι και το Μηδέν, ο Σαρτρ φαντάζεται τον εαυτό του σαν ωτακουστή ή ηδονοβλεψία σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο, που ξάφνου τον κατακλύζει ο τρόμος ότι υπάρχει πιθανότητα να τον πιάσουνε στα πράσα, ότι θα εμφανιστεί ο Άλλος (αυτός ο σημαντικός Υπαρξιακός χαρακτήρας) και θα του ρίξει επάνω του το φως ενός φακού, αποκαλύπτοντας τα αίσχη του. Όσο αισθάνεται απαρατήρητος, είναι απολύτως αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει. Είναι καθαρή συνείδηση, υπαρξιακά ελεύθερος. Με το που διαφαίνεται έστω και το ενδεχόμενο να τον παρατηρούν —ένα τρίξιμο, ο ήχος ενός βήματος ή η ανεπαίσθητη κίνηση μιας κουρτίνας—, όλη του η ελευθερία χάνεται μεμιάς. «Η ντροπή» γράφει «είναι ντροπή για τον εαυτό μου. Είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαι τούτο το αντικείμενο που ο άλλος το παρατηρεί και το κρίνει. Ντροπή μπορώ να νιώθω μονάχα για την ελευθερία μου στο βαθμό που αυτή μου διαφεύγει για να μετατραπεί σε δεδομένο αντικείμενο… Είμαι αυτός που είμαι μέσα σ’ έναν κόσμο που εξαιτίας του Άλλου μού έχει γίνει ξένος».
Ο εργασιακός βίος των περισσότερων ανθρώπων περιλαμβάνει αυτού του είδους την αποξενωτική παρακολούθηση ως κάτι το τελείως αυτονόητο. Η αστυνομευτική λειτουργία του ενιαίου κι ανοιχτού χώρου γραφείων είναι γνώριμη σε οποιονδήποτε έχει εργαστεί ποτέ σε τέτοιο χώρο. Είτε σε τηλεφωνικό κέντρο είτε σε αποθήκη αποστολής εμπορευμάτων τα διαλείμματα για τουαλέτα καταγράφονται, ο ρυθμός εργασίας των υπαλλήλων ποσοτικοποιείται σχολαστικά, και επιβάλλονται ποινές σε όσους καθυστερούν. Τίποτε απ’ αυτά όμως δεν θα μπορούσε να αφορά εμένα. Εγώ ήμουν συγγραφέας, και είχα κερδίσει μια υποτροφία υψηλού κύρους. Θα έπρεπε λοιπόν να θεωρείται δεδομένο ότι ήμουν ικανός να πειθαρχώ τον εαυτό μου και να εργάζομαι ευσυνείδητα, χωρίς να χρειάζομαι εξωτερική παρακίνηση. Σίγουρα δεν χρειαζόταν να με παρακολουθεί ο Άλλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγικότητά μου. Ο σταθμός εργασίας ήταν κάτι σαν προσβολή, μια επίθεση στο κύρος μου. Ήταν κάτι εντελώς απαράδεκτο.
Ζήτησα από τον θυρωρό συγγνώμη που είχα ξεχάσει το όνομά του και στη συνέχεια του εξήγησα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γράψω έστω και μία λέξη εκεί μέσα. Θα μιλούσα με τη διευθύντρια του προγράμματος τη Δευτέρα, όταν θα επέστρεφε. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Το δωμάτιό μου ήταν πολύ άνετο. Μπορούσα μια χαρά να δουλέψω εκεί.
«Φυσικά, κάντε όπως νομίζετε, αλλά…» Η φωνή του έσβησε θλιμμένα.
«Ίσως βοηθούσε να σας παραπέμψω στις γενικές αρχές λειτουργίας μας, όπως αναγράφονται στον κανονισμό, τον οποίο θα βρείτε επίσης στο φάκελο που παραλάβατε. Εκεί διατυπώνεται ξεκάθαρα η φιλοσοφία του χερ Ντόιτερ».
Κάτι στη φράση του με εξόργισε. Δεν έδινα δεκάρα για τη «φιλοσοφία του χερ Ντόιτερ». Ήθελα τον προσωπικό μου χώρο.
Χάρι Κούνζρου, Κρέας για τους λύκους, σελ.: 29-32
μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου